- επιδείελος
- ἐπιδείελος, -ον (Α)(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἐπιδείελαμετά το μεσημέρι, προς το βράδυ.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δείελος «απογευματινός, βραδινός» (πρβλ. δείλη «δειλινό»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιδείελα — ἐπιδείελος at even neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)